νεοίη

νεοίη
νεοίη και νεοεία, ἡ (Α)
(επικ. τ.)
1. νεότητα, νεανικό πάθος ή νεανική ορμή
2. ανώριμος τρόπος σκέψης, αφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητικό συμφυρμό τών νεότης και ἄνοια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεοίη — νεάω plough up pres opt act 3rd sg (epic ionic) νεόω renovate pres opt act 3rd sg νεοίη youthful passion fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοῖαι — νεοίη youthful passion fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοία — νεοίᾱ , νεοίη youthful passion fem nom/voc/acc dual νεοίᾱ , νεοίη youthful passion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοεία — νεοεία, ἡ (Α) βλ. νεοίη …   Dictionary of Greek

  • νεότητα — και νιότη και νιότης, η (ΑΜ νεότης, Μ και νεότη, Α δωρ. και κρητ. τ. νεότας και επικ. τ. νεοίη) [νέος] 1. η ιδιότητα τού νέου, η νεανική ηλικία, τα νιάτα (α. «στην καρδιά μου τη θλιμμένη την νεότητα ευθυμεί», Σολωμ. β. «ἁ νεότας μοι φίλον, ἄχθος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”